- παννυχικός
- παννῠχ-ικός, ή, όν,A fit for a παννυχίς, κορώνη π., of a greedy night-reveller, Posidipp. ap. Ath.10.414d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παννυχικός — ή, όν, Α [παννυχίς] 1. κατάλληλος για παννυχίδα, για ολονυκτία 2. φρ. «κορώνη παννυχική» λεγόταν σκωπτικά για γαστρίμαργο ο οποίος έτρωγε και έπινε όλη τη νύχτα … Dictionary of Greek
παννυχικήν — παννυχικός fit for a fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)